- κραδηφορία
- κρᾰδηφορία, ἡ,A bearing of fig-tree branches at a festival, Plu.2.671e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραδηφορία — κραδηφορίᾱ , κραδηφορία bearing of fig tree branches at a festival fem nom/voc/acc dual κραδηφορίᾱ , κραδηφορία bearing of fig tree branches at a festival fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek